- κατεμπορεύομαι
- κατεμπορεύομαι (Α)1. ανταλλάσσω, εμπορεύομαι2. εκμεταλλεύομαι, κερδοσκοπώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κατεμπορεύομαι — pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμπορευομένων — κατεμπορεύομαι pres part mp fem gen pl κατεμπορεύομαι pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατεμπορευομένους — κατεμπορεύομαι pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)